Φωτογραφία και Μετάλλιο του Αργυρίδη Χρύσανθου (39ο Τάγμα Πεζικού)
Γεννήθηκε στο Παλαιχώρι. Ως πιθανή χρονολογία φέρεται το 1894. Γονείς του ήταν οι Αργυρός Κοτσώνης και Μαρία της Χατζησοφίας.
Αδέλφια του ο Χριστόδουλος, Αναστάσης, Απόστολος, Γεώργιος, Κυριάκος, Χριστίνα Παπακωνσταντίνου, Σοφία Ποντικού και Παναγιώτα Μιχαηλίδη.
Ο Χρύσανθος Αργυρίδης μετανάστευσε στην Αμερική στην παιδική του ηλικία με τα αδέλφια του Γεώργιο και Κυριάκο. Πήρε μέρος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού, σαν Αμερικανός πολίτης και πολέμησε στην Ευρώπη. Υπηρέτησε στην 1η Αμερικανική στρατιά, στο 39ο Τάγμα Πεζικού.
Τον Μάρτιο του 1918, τα γερμανικά στρατεύματα έφτασαν σε απόσταση 12 χιλιομέτρων από τον Παρίσι και βομβάρδιζαν με τηλεβόα μακρού βεληνεκούς. Οι κάτοικοι του Παρισιού άρχισαν να απομακρύνονται από την πόλη.
Στις 21 Μαΐου τα γερμανικά στρατεύματα εξαπέλυσαν σφοδρή επίθεση εναντίον των Αγγλογαλλικών θέσεων. Την επίθεση αυτή ακολούθησαν άλλες τέσσερις επιθέσεις μέχρι τον Ιούλιο του 1918. Το Αγγλογαλλικό μέτωπο ενίσχυσε τότε την 1η Αμερικανική στρατιά, ανακόπτοντας την προέλαση των Γερμανών στη μάχη που έγινε στο Σατώ-Τιερρύ και απώθησε τις γερμανικές δυνάμεις. Ο Χρύσανθος Αργυρίδης πήρε μέρος στις επιθέσεις αυτές της καταδίωξης των Γερμανών που συνεχίσθηκαν στο Μαρνέ μέχρι και τον ποταμό Βεσλ, παραπόταμο του ποταμού Αϊν. Καταδιωκόμενοι οι Γερμανοί υποχώρησαν μέχρι την γραμμή Χιντενμπουρκ.
Στις 26 Σεπτεμβρίου 1918, η Αμερικανική στρατιά των ΗΠΑ εξαπέλυσε την κύρια επίθεση της εναντίον των Γερμανών στο Γαλλικό οροπέδιο Αρκόν. Το Γερμανικό μέτωπο διασπάσθηκε στα τρία και οι Γερμανοί υποχρεώθηκαν να αποχωρήσουν από τα Γαλλικά και Ελβετικά εδάφη και να ζητήσουν ανακωχή. Η ανακωχή υπογράφτηκε στις 11 Νοεμβρίου 1918 μετά και από άλλες νίκες των συμμαχικών δυνάμεων των Αγγλογαλλοαμερικανών που ακολούθησαν και ο πόλεμος τερματίστηκε.
Το 1949 ο Χρύσανθος Αργυρίδης ήλθε στην Κύπρο, φέρνοντας μαζί του το τιμητικό ενθύμιο του από τον πόλεμο αυτό.
Θέλοντας να αφήσει τη μνήμη του στην πατρίδα του , όπως έλεγε ο Χρύσανθος έδωσε το τιμητικό του δίπλωμα, στο οποίο καταγράφονται όλα τα στοιχεία του, ο βαθμός του και τα μέρη που πολέμησε, στην Χρυστάλλα Χριστοδούλου, σύζυγο του αδελφού του, Χριστοδούλου Αργυρού.
Τα στοιχεία του αυτά είναι κεντημένα σε μεταξωτό ύφασμα. Στο κέντρο του τιμητικού αυτού διπλώματος ήταν επικολλημένη η φωτογραφία του, την οποία έβγαλε στη Γερμανία, φορώντας την στρατιωτική του στολή.
Ο Χρύσανθος γύρισε στην Αμερική όπου πέθανε το 1968 και είναι θαμμένος στο Ντιτρόιτ.
Μετά το θάνατο του, η Χρυστάλλα Αργυρού έδωσε το τιμητικό δίπλωμα του Χρύσανθου στο Κυριάκο Κόκκινο, γιό της αδελφότεχνής του Μαρίας Αναστάση Αργυρού, στο Παλαιχώρι για να μείνει η μνήμη του στο χωριό του όπως ήταν η επιθυμία του Χρύσανθου.
Αφήγηση Ελένης Αποστόλου Δαμιανού
Η αγάπη του θείου μου Χρύσανθου Αργυρίδη για το χωριό μας ήταν μεγάλη. Όταν ήλθε το 1949 έμεινε μαζί μας για ένα χρόνο. Τον έτρωγε ο καημός της ξενιτιάς και το είχε πόνο μέσα του που υποχρεώθηκε να φύγει μετανάστης στην Αμερική. Νοσταλγούσε να έλθει να αφήσει τη μνήμη του στον τόπο μας. Μας άφησε το στρατιωτικό του δίπλωμα ως ενθύμιο. Θυμάμαι πόσο ήθελε να πάει στον Κύκκο να προσκυνήσει και να πλυθεί στο αγίασμα στης Παναγίας. Πήγαμε μαζί του πολλοί συγγενείς και χάρηκε πάρα πολύ.
(Οι μαρτυρίες αναρτήθηκαν από το βιβλίο: Ψιλλίτα-Ιωάννου, Παναγιώτα, 1997. Κραυγή ελευθερίας: Παλαιχώρι 1901-1974. Λευκωσία, σελ. 4).
1 φωτογραφία, 1 μετάλλιο
CONTRIBUTOR
Ελένης Αποστόλου Δαμιανού
DATE
1914 - 1968
LANGUAGE
ell
ITEMS
3
INSTITUTION
Europeana 1914-1918
PROGRESS
METADATA
Discover Similar Stories
Φωτογραφία και Μετάλλιο του Γαβριήλ Χατζησάββα (Macedonian Mule Corps - MMC)
9 Items
O Γαβριήλ Χατζησάββας γεννήθηκε το 1890 στην Πάνω Δευτερά της επαρχίας Λευκωσίας. Σύζυγος του ήταν η Χριστοθέα Χατζησάββα του γένους Χατζήνικολή από το Αγριδάκι. Με την Χτιστοθέα απέκτησαν την Βασιλική (απεβίωσε), Νίκη (απεβίωσε), Γεωργία, Ανδρέα (απεβίωσε), και Ελένη Κέντα (απεβίωσε) Κατετάγη σε ηλικία 24 χρονών ως ημιονηγός στο Σώμα Ημιονηγών (MMC 11424) και υπηρέτησε στο Μακεδονικό Μέτωπο κατά τα έτη 1914-1918. Όταν κατετάγη στο στρατό ήταν ήδη παντρεμένος με κοπέλα από το Αρεδιου και απέκτησε 1 παιδί, την Ελένη Κέντα, η οποία έμενε στην Κάτω Ζώδια. Η πρώτη του σύζυγος απεβίωσε και έτσι παντρεύτηκε τη Χριστοθέα Ηλία από το Αγριδάκι και κατοίκησαν στον Άγιο Δομέτιο, στην οδό Ανδρούτσου 3. Από τη δεύτερη σύζυγο απέκτησε 4 παιδιά. Το επάγγελμά του ήταν βοσκός και κατήχε Άδεια Βοσκής από την Αγγλική Κυβέρνηση με μεταλικό διακριτικό για το βραχίωνα με το σήμα S και αριθμό N 505 (το N συμβολίζει την Επαρχία, δηλαδή Nicosia - Λευκωσία). || 1 φωτογραφία του Γαβριήλ Χατζησάββα 1 μετάλλιο του Γαβριήλ Χατζησάββα (στοιχεία μεταλλίου: 11424, Muleter, Macedonian Mule Company) 1 Άδεια Βοσκής σε διακριτικό για το βραχίωνα 1 Αγγλική ταυτότητα (στοιχεία ταυτότητας: Goverment of Cyprus, Identity Cart - no 243032, τελευταία θεώρηση της ταυτότητας 20/08/1956)
Φωτογραφία και Μετάλλιο του Παναή Πολύκαρπου (Macedonian Mule Corps - MMC)
2 Items
Ο Παναής Πολυκάρπου γεννήθηκε στο Παλαιχώρι το 1895. Γονείς του ήταν οι Παναής Λουκά Μουχαρέμης και Σοφία του Παυροπαναή. Σύζυγος του ήταν η Θεοπίστη Παπανικόλα. Με την Θεοπίστη απέκτησαν 5 παιδιά την Μαρία Πουμπουρή, Νίκος Πολυκάρπου, Παναγιώτης Πολυκάρπου, Αντρέας Πολυκάρπου, Σοφία Κωνσταντίνου. «Όταν γύρισε ο Πολύκαρπος του Παναή από τον πόλεμο», λέει η Αναστασία Σπανού « το 1918 ήμουν κορούδα των τεσσάρων–πέντε χρονών. Γεννήθηκα το 1914. Τον θυμάμαι που μπήκε στο σπίτι της Λούτζαινας μαζί με τον Κυριάκο Ζιντίλη και τον Λούκα του Παντελή, γιό της Μαριάνας Λούτζαινας. Νόμισα ότι ήταν ζαπτιέδες, όπως αναφέρω και στην αφήγηση που για τον Λούκα Παντελή και τον Κυριάκο του Ζιντίλη. Ήταν ντυμένοι με τα στρατιωτικά τους». Μαρτυρία Νίκου Πολυκάρπου: Με πολλή συγκίνηση θυμάμαι τις ιστορίες του πατέρα μου από τον πόλεμο του 1912-1913 μέχρι το 1918 στη Μακεδονία. Εκείνο που ιδιαίτερα τον είχε συγκλονίσει ήταν όταν έφτασε ο αγγελιαφόρος με το άλογο του και φώναξε “νενικήσαμεν” «από τη χαρά μου λιποθύμησα», μας έλεγε. « Ήταν πολύ σκληρές οι μάχες που είχαμε στο μέτωπο εκείνο στο Μπιζάνι». Στα βαθιά του γεράματα τον έπιασε μια νοσταλγία να επισκεφθεί τα Ιωάννινα να βρει το στρατόπεδο του και τους φίλους του. Ήταν όμως πολύ γέρος, 95 χρόνων. Δεν μπόρεσα να τον πάρω και μου έμεινε ο καημός του. Από τον πόλεμο αυτό είχε φέρει μαζί του τρία μετάλλια. Το ένα το παρέδωσε στους Άγγλους μαζί με άλλους, ομαδικά, κατά τη διάρκεια του Αγώνα της ΕΟΚΑ. Το άλλο το επέστρεψε στους Άγγλους σαν ένδειξη διαμαρτυρίας για την εκτέλεση του Μιχαλάκη Καραολή. Την επιστροφή αυτή του μεταλλίου είχε μεταδώσει το ραδιόφωνο από την Ελλάδα στο πρόγραμμα «Φωνή της Πατρίδας» Ο εκφωνητής τον είχε αναφέρει σαν Πόλυ Παναγή. Αυτός ήταν και ο λόγος που όλοι από τότε τον φώναζαν στο χωριό Πόλυ αντί Πολύκαρπο. Το 1963 όταν ήλθε στην Κύπρο η Ελληνική Μεραρχία, εγώ ήμουν μέσα στους λόχους του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη και ο πατέρας μου το ήξερε. Ζητούσε να τον φέρω σε επικοινωνία με Έλληνες αξιωματικούς να τους σφίξει στην αγκαλιά του. Τόσο μεγάλη ήταν η αγάπη του για την Ελλάδα. (Οι μαρτυρίες αναρτήθηκαν από το βιβλίο: Ψιλλίτα-Ιωάννου, Παναγιώτα, 1997. Κραυγή ελευθερίας: Παλαιχώρι 1901-1974. Λευκωσία, σελ. 9). || 1 φωτογραφία και 1 μετάλλιο
Φωτογραφία και Μετάλλιο του Ξυψιτή Μιχάλη (Macedonian Mule Corps - MMC)
4 Items
1 φωτογραφία, 1 μετάλλιο || Ο Μιχάλης Ξυψιτής Φεννήθηκε στο Παλαιχώρι. Ως πιθανή χρονολογία φέρεται το 1883. Γονείς του ήταν οι Γιάννης Ξυψιτής και Κυριακού Ξυψιτή, το γένος Παπαγιάννη. Με την σύζυγο του Μαρία Θεοδούλου απέκτησαν 5 παιδιά. Τον Ανδρέα, Ανδριανού Μιχαήλ Ξυρίχη, Ιωάννη, Χρίστο και Κυριακού Ξυψιτή. Ο Μιχάλης Ξυψιτής, σύμφωνα με μαρτυρία της νύφης του Ελένης Ανδρέα-Ξυψιτή, έφυγε για τον πόλεμο σε νεαρή ηλικία και επέστρεψε όταν κόντευε τα 40. Η μάνα του είχε κρύψει δύο χρυσές λίρες, να τις βρει ο γιός της όταν θα ερχόταν. Όταν ο Μιχάλης γύρισε, είχαν ήδη πεθάνει και οι δυο γονείς του. Παντρεύτηκε τη Μαρία Θεοδούλου. Ο Μιχάλης Ξυψιτής πήρε μέρος στη μάχη της Κρήτης εναντίων των Τούρκων το 1901, υπό τον Ναύαρχο Πρίγκιπα Γεώργιο. Κατά τις μάχες αυτές τιμήθηκε με ειδικό μετάλλιο. Το τέλος του 1911 συναντούμε τον Μιχάλη Ξυψιτή να διασχίζει τη Μεσόγειο κοντά στον Απόστολο Ανδρέα. Στο ίδιο πλοίο μαζί του ήταν και ο Χριστοφής Σταυρινού Καττής, που είχε ζαλιστεί και βρισκόταν μισοπεθαμένος στο αμπάρι του πλοίου, όταν ξέσπασε μεγάλη τρικυμία. Ο πλοίαρχος έδωσε εντολή να πέσουν όλοι στην θάλασσα, όπως αφηγείται η Ανδριανή Ξυψιτή, κόρη του Μιχάλη Ανδριανή. Αφήγηση Ανδριανής Ξυψιτή: Η μάνα μας μας έλεγε ότι βρισκόταν στον Απόστολο Ανδρέα όταν άρχισαν να κτυπούν οι καμπάνες με το που φάνηκε μια βάττα να την φέρνουν τα κύματα. Την άνοιξαν και είχε μέσα λεφτά, τάμα για τον Απόστολο Ανδρέα και μια σημείωση ‘ότι ήταν από τους Κύπριους, που πήγαιναν να υπερασπιστούν την Μακεδονία. Όταν στα κατοπινά χρόνια παντρεύτηκε τον Μιχάλη Ξυψιτή που ήταν Μακεδονομάχος, του έλεγε για τη βάττα και εκείνος της αφηγήθηκε για την περιπέτεια τους στο πλοίο, που αναφέρεται πιο πάνω. «Φοβηθήκαμε πολύ», της είπε, «κυρίως για τον Χριστοφή Καττή, που ήταν ζαλισμένος. Τον έδεσαν στον φελλό. Η διαταγή ήταν να δεθούμε όλοι στους φελλούς και να πέσουμε στη θάλασσα. Όταν όμως βάλαμε τον οβολό μας στη βάττα και τη ρίξαμε στη θάλασσα, αφού κλείσαμε καλά το στόμα της να μην μπουν μέσα νερά, η τρικυμία σταμάτησε και σωθήκαμε. Φτάσαμε στα μέρη της Μακεδονίας και πήραμε μέρος στους πολέμους των Βουλγάρων». Όπως είχε αφηγηθεί ο Μιχάλης Ξυψιτής στη νύφη του Ελένη, οι πόλεμοι αυτοί ήταν πολύ δύσκολοι. Οι τόποι στους οποίους πολέμησαν ήταν τόποι εύφοροι με πολλά νερά, κληματαριές και ψηλά βουνά. Πήγαιναν σε φάλαγγες οι μουλάρηδες. Άφηναν τις μούλες τους χαμηλά και κουβαλούσαν τα πυρομαχικά στα υψώματα στους ώμους. Ψηλά στα βουνά ήταν οι Βούλγαροι. Κατά τη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου πήραν μέρος στις μάχες της Βουλγαρο-Ελληνικής συνοριακής γραμμής στην πόλη Γευγέλη, την οποία απέσπασαν οι Βούλγαροι από τους Τούρκους κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο. Η πλειονότης των κατοίκων της πόλης ήταν Έλληνες. Κατά τη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου ελευθέρωσαν την πόλη οι Μακεδονομάχοι. Το 1913, ο Μιχάλης Ξυψιτής και ο Χριστοφής Σταυρινού Καττή, πήραν μέρος στις επιθέσεις για την κατάληψη του Μπιζανιού, που βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της πόλης των Ιωαννίνων. Με την πτώση του Μπιζανιού στις 20 Φεβρουαρίου 1913, απελευθερώθηκαν και τα Ιωάννινα. Εδώ συναντούμε στις αφηγήσεις και άλλους Παλαιχωριάτες, μαζί με πολλούς άλλους Κύπριους. Οι πόλεμοι στα μέρη της Μακεδονίας συνέχισαν μέχρι και το 1918, οπότε αρκετοί Παλαιχωριάτες γύρισαν πίσω. Ο Μιχάλης Ξυψιτής και ο Χριστοφής Σταυρινού Καττής δεν γύρισαν πίσω. Πολέμησαν επίσης στα βάθη της Τουρκίας στο Εσκί-Σεχίρ, όπου πέντε Ελληνικές Μεραρχίες στρατού και μια Ταξιαρχία Ιππικού κατόρθωσαν να καταβάλουν την Τουρκική επίθεση στις 7-8 Ιουλίου 1921. Μετά τη νίκη αυτή γύρισαν στην Κύπρο. Στο Εσκί-Σεχίρ, έλεγε στο γιό του Αντρέα ο Μιχάλης Ξυψιτής, είχαν πάει να φάνε σταφύλι με ένα φίλο του και δέχθηκαν πυροβολισμούς από Τούρκους με αποτέλεσμα να πληγωθεί ο φίλος του. Ο Κωστάκης Ξυρίχης φέρνει στο νου μια άλλη ιστορία που του έλεγε ο παππούς του: «Έκανε μπάνιο στη θάλασσα στην Αίγυπτο με ένα φίλο του, οπότε ξαφνικά ο βυθός της θάλασσας αναταράχθηκε, οι πέτρες γύριζαν ανάποδα και ο φίλος του πνίγηκε. Είχε γίνει υποθαλάσσιος σεισμός». (Οι μαρτυρίες αναρτήθηκαν από το βιβλίο: Ψιλλίτα-Ιωάννου, Παναγιώτα, 1997. Κραυγή ελευθερίας: Παλαιχώρι 1901-1974. Λευκωσία, σελ. )